- γλωσσόκομον
- γλωσσόκομονcase to keep the reedsneut nom/voc/acc sgγλωσσόκομοςsarcophagusmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γλωσσόκομον — γλωσσόκομον, το (AM) κιβώτιο, κουτί αρχ. 1. κιβώτιο ή θήκη για φύλαξη χρημάτων ή πολύτιμων αντικειμένων 2. φέρετρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλώσσα + κομον < κομώ «φροντίζω για κάτι, περιποιούμαι»] … Dictionary of Greek
γλωττόκομον — γλωσσόκομον , γλωσσόκομον case to keep the reeds neut nom/voc/acc sg γλωσσόκομον , γλωσσόκομος sarcophagus masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλωσσοκόμοις — γλωσσόκομον case to keep the reeds neut dat pl γλωσσόκομος sarcophagus masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλωσσοκόμου — γλωσσόκομον case to keep the reeds neut gen sg γλωσσόκομος sarcophagus masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλωσσοκόμων — γλωσσόκομον case to keep the reeds neut gen pl γλωσσόκομος sarcophagus masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλωσσοκόμῳ — γλωσσόκομον case to keep the reeds neut dat sg γλωσσόκομος sarcophagus masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλωσσόκομα — γλωσσόκομον case to keep the reeds neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Nymphodorus (physician) — Nymphodorus, (Greek: Νυμφόδωρος; 3rd century BC), a Greek physician, who must have lived in or before the 3rd century BC, as he is mentioned by Heraclides of Tarentum.[1] He was celebrated for the invention of a machine for the reduction of… … Wikipedia
γλωσσοκομείον — γλωσσοκομεῑον και γλωττοκομεῑον, το (Α) [γλωσσόκομον] 1. κιβώτιο για τη φύλαξη γλωττίδων, στομίων τών αυλών 2. ορθοπεδική συσκευή για να συγκρατεί ακίνητο κάποιο εξαρθρωμένο ή σπασμένο μέλος τού σώματος 3. το γυναικείο αιδοίο … Dictionary of Greek
γλωσσόκομος — γλωσσόκομος, ο (Μ) το γλωσσόκομον, κιβώτιο για φύλαξη χρημάτων και τιμαλφών. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλώσσα + κομος < κομώ «φροντίζω για κάτι, περιποιούμαι»] … Dictionary of Greek